Με την υπ’ αριθ. 2725/27.06.2013 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναγνωρίστηκε σε 86ετή γυναίκα δικαίωμα σύνταξης από τον ασφαλιστικό φορέα του τέως συζύγου της, ο οποίος είχε αποβιώσει μετά την έκδοση του διαζυγίου.
Σύμφωνα με την απόφαση (εκδόθηκε μετά την υπ’ αριθ. 2501/2012 προδικαστική απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου) η Α.Γ., επιδίωξε να λάβει σύνταξη, ως διαζευγμένη σύζυγος (με εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 3232/2004, “κατά μεταβίβαση”), ίση με το 40% της σύνταξης του αποβιώσαντος πρώην συζύγου της, Π.Σ., εν ζωή συνταξιούχου σιδηροδρομικού υπαλλήλου.
Η διαζευγμένη Α.Γ. άσκησε έφεση και ζήτησε την ακύρωση της από 13.09.2006 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποίαν είχε απορριφθεί ένστασή της κατά του από 23.07.2004 απορριπτικού σε αίτησή της εγγράφου της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), με την αιτιολογία, ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 δεν έχουν εφαρμογή στους συνταξιούχους υπαλλήλους των τέως Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ.), αφού ούτε στις σχετικές διατάξεις, αλλά ούτε και στην εισηγητική έκθεση του ν. 3232/2004 γίνεται λόγος περί εφαρμογής των άνω ρυθμίσεων και στους σιδηροδρομικούς συνταξιούχους, το καθεστώς των οποίων ήδη διέπεται από το π.δ. 167/2000 [σελ. 3η της απόφασης].
Για να θεμελιώσει την κρίση του, το Ελεγκτικό Συνέδριο δέχτηκε, ότι το άρθρο 4 του ν. 3232/2004(ΦΕΚ. Α΄48), όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο στην προκείμενη περίπτωση χρόνο (πριν την αντικατάστασή του με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ν. 3996/2011, ΦΕΚ Α΄170 και 3 του ν. 4002/2011, ΦΕΚ, Α΄180) όριζε ότι
«1. Ο/η διαζευγμένος /η, σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/της πρώην συζύγου από το Δημόσιο, τους φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Ν.Α.Τ., εφόσον πληροί αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις: α. Να έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας ή να είναι ανίκανος… β. Ο/η πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλε διατροφή που είχε καθορισθεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων. γ. 15 έτη έγγαμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. δ. Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως από υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη. ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το ποσό των εκάστοτε καταβαλλόμενων από τον Ο.Γ.Α. ετησίων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες. στ. Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος. 2. Το ποσό της σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος /η καθορίζεται ως εξής: α)… Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρα/ο, ο/η διαζευγμένος /η δικαιούται το αυτό ποσοστό του /της διαζευγμένου ήτοι 30% ή 40% αντίστοιχα, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα… 3. Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης και…».
Περαιτέρω, στο άρθρο 3 § 23 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ Α΄272), υπό τον τίτλο «Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου» ορίζεται ότι «23. Οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48΄Α) έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα των διατάξεων του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο (και υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονται) και η διαζευγμένη σε περίπτωση θανάτου του πρώην συζύγου της, ο οποίος συνταξιοδοτείτο με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (προεδρικό διάταγμα 167/2000), αφού η διάταξη αυτή, ως εκ της γενικότητάς της, καταλαμβάνει και τους συνταξιοδοτούμενους από το Δημόσιο βάσει των διατάξεων αυτών. Η επακολουθήσασα δε διάταξη του άρθρου 3 § 23 του ν. 3408/2005, ανεξαρτήτως αν είναι γνησίως ερμηνευτική, πάντως απλώς ενισχύει την προαναφερθείσα έννοια της διάταξης του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 και η θέσπιση προδήλως οφείλεται προκειμένου να αρθούν σχετικές αμφιβολίες της συνταξιοδοτικής διοίκησης (βλ. και αιτιολογική έκθεση τούτου).
Στην υπό κρίση υπόθεση (σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης), από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου, εκτιμώμενα το καθένα χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα, γεννημένη το έτος 1927, τέλεσε γάμο με τον Π.Σ., την 10.06.1973, ο οποίος λύθηκε αμετάκλητα την 21.12.1998 (βλ. τα από 16.12.1998 Πρακτικά Συνεδριάσεων του Αρείου Πάγου, Γ΄ Πολιτικό Τμήμα και το από 30.03.1999 Διαζευκτήριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών) για ισχυρό κλονισμό, λόγω τετραετούς διάστασης και υπαιτιότητας που αφορούσε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου αυτής (βλ. την 1280/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών), πολιτικού συνταξιούχου εν ζωή, πρώην σιδηροδρομικού υπαλλήλου (βλ. σχετ. την από 10.11.1967 πράξη κανονισμού σύνταξης του Δ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου), ο οποίος απεβίωσε την 16.4.1999 (βλ. την 17.04.1999 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξίαρχου του Δήμου …). Εξ άλλου, η εκκαλούσα, η οποία, όπως προκύπτει από την από 17.05.2004 Βεβαίωση του Δημάρχου … δεν προέβη στην τέλεση άλλου γάμου, δικαιώθηκε σύμφωνα με την Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άμφισσας, η οποία δημοσιεύτηκε την 29.01.1998, μηνιαίας διατροφής, ποσού ύψους 80.000 δραχμών επί μία διετία από την επίδοσή της αγωγής αυτής στον δικαιοπάροχο και πρώην σύζυγο της, η οποία (διατροφή), κατά τους ισχυρισμούς της, παρακρατείτο κατά τον κρίσιμο χρόνο του θανάτου αυτού από τη σύνταξή του. Ακολούθως, η εκκαλούσα με την από 28.05.2004 αίτησή της προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ζήτησε τον κανονισμό σε αυτήν σύνταξης, με την ιδιότητα της διαζευγμένης συζύγου πολιτικού συνταξιούχου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του ν.3232/2004. Η αίτησή της αυτή απορρίφθηκε με το από 23.07.2004 έγγραφο της 43ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ένσταση της εκκαλούσας κατά του ανωτέρου εγγράφου απορρίφθηκε με την από 13.09.2006 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3232/2004, αναφορικά με τη συνταξιοδότηση των διαζευγμένων συζύγων θανόντων πολιτικών συνταξιούχων, δεν έχουν εφαρμογή στους συνταξιούχους υπαλλήλους των τέως Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ.), αφού ούτε στις σχετικές διατάξεις, αλλά ούτε και στην εισηγητική έκθεση του νόμου 3232/2004 γίνεται μνεία περί εφαρμογής των ως άνω ρυθμίσεων και στους σιδηροδρομικούς συνταξιούχους, το καθεστώς των οποίων διέπεται πλέον από το προεδρικό διάταγμα 167/2000. Ήδη, η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση ζητεί την ακύρωση της ως άνω από 13.09.2006 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και τη χορήγηση σε αυτήν σύνταξης ίσης με το 40% της σύνταξης του αποβιώσαντος πρώην συζύγου αυτής, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 3232/2004, αφού, κατά τους ισχυρισμούς της, συντρέχουν στο πρόσωπο αυτής οι προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο και στην προκειμένη περίπτωση χρόνο. Εξ άλλου, η εκκαλούσα προσκομίζει προς απόδειξη των ισχυρισμών αυτής: (α΄) το από 29.05.1992 Πιστοποιητικό του Δημάρχου … περί εγγραφής της στο Δημοτολόγιο του οικείου Δήμου, (β΄) την, από 17.04.1999, εκδοθείσα από τον Ληξίαρχο του Δήμου …, ληξιαρχική πράξη θανάτου του πρώην συζύγου της, (γ΄) τα από 16.12.1998 Πρακτικά Συνεδριάσεων του Αρείου Πάγου, Γ΄ Πολιτικού Τμήματος και το από 30.03.1999 Διαζευκτήριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και (δ΄) την από 17.05.2004 Βεβαίωση του Δημάρχου … περί μη τελέσεως άλλου γάμου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η εκκαλούσα υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 4 του ν.3232/2004.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ν’ ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία έγιναν δεκτά τα αντίθετα και να παραπεμφθεί η απόφαση στην αρμόδια 43η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προκειμένου να εξετασθεί το πρώτον από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα, αν συντρέχουν ή μη οι ως άνω νόμιμες προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της εκκαλούσας και κατ’ επέκταση για την ικανοποίηση ή μη του σχετικού συνταξιοδοτικού αιτήματός της (βλ. σχ. ΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 853/2008, 2047/2009 κ.ά.). Τέλος, μετά την παραδοχή της ένδικης έφεσης, πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το σύνολο του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση αυτής (άρθρο 61 § 3 του προεδρικού διατάγματος 1225/1981 και άρθρο 73 § 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013, ΦΕΚ Α΄ 52/28.2.2013).
Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενός από τα ανώτατα δικαστήρια της πολυτελώς διοικούμενης χώρας μας (τα άλλα είναι ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος καθώς και το Ειδικό Δικαστήριο, που δικάζει τις αγωγές κακοδικίας κατά των δικαστών, που προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος, συγκροτούνται ευκαιριακά) δικαίωσε την διανύουσα την ένατη δεκαετία της ζωής της, χορηγώντας σε αυτήν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί
Η απόφαση εκδόθηκε μετά από δέκα -10- έτη, περίπου, από τότε που είχε υποβάλλει στην αίτησή της η ενδιαφερομένη για τον κανονισμό σύνταξης. Και θα χαθεί και άλλος χρόνος μέχρι ν’ αποφασίσουν οι “αρμόδιοι” να εφαρμόσουν τον νόμο, όπως τους διέταξε η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ε. Παπαδάκης