Είναι γνωστό πως η “ποινή” του θανάτου δεν είναι πραγματική ποινή. Αποτελεί έγκλημα που διαπράττουν μέχρι και σήμερα πολλά κράτη που δεν αναγνωρίζουν και, συνεπώς, δεν σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, μεταξύ των οποίων προεξέχον είναι το δικαίωμα στη ζωή και στην ανθρώπινη αξία (αξιοπρέπεια).
Στη χώρα μας η θανατική ποινή έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Ο θάνατος δεν αναγνωρίζεται σαν “ποινή” ούτε σαν μέσο “σωφρονισμού”. Το ίδιο ισχύει σε όλα τα άλλα Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θλιβερή εξαίρεση αποτελούν οι περισσότερες από τις Πολιτείες των ΗΠΑ, στις οποίες η θανατική ποινή εντάσσεται στο σύστημα του υποτιθέμενου “σωφρονισμού” και χρησιμοποιείται σαν μέσο γενικής πρόληψης. Δηλαδή σαν φόβητρο κατά των επίδοξων εγκληματιών για να μην παρανομούν.
Η θανατική “ποινή” εφαρμόζεται ακόμη σε 32 από τις Πολιτείες των ΗΠΑ. Στις περισσότερες χρησιμοποιείται η θανατηφόρα ένεση και σε κάποιες προβλέπονται και άλλοι τρόποι δολοφονίας και βασανισμού του καταδικασμένου, όπως είναι η ηλεκτρική καρέκλα, ο θάλαμος αερίων και το εκτελεστικό απόσπασμα.
Η βάρβαρη αυτή κρατική εγκληματική πράξη προβλέπεται από τον νόμο σε 58 κράτη του πλανήτη. Στον υπόλοιπο κόσμο, 97 χώρες την έχουν καταργήσει επισήμως, ενώ συνολικά 140 κράτη δεν έχουν προβεί σε εφαρμογή της την τελευταία δεκαετία ή την επιτρέπουν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως σε περιόδους πολέμου.
Παρά την κατάργηση της “ποινής” του θανάτου στα περίπου δύο τρίτα της υφηλίου, παραμένει σε ισχύ και, μάλιστα, στις πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου, στην Κίνα, την Ινδία και την Ινδονησία.
Ιδιαίτερη προσήλωση σε αυτήν την “ποινή” έχουν οι πιστοί του Ισλάμ που δεν παραλείπουν να την εφαρμόζουν όχι μόνο κατά των “άπιστων”, τους οποίους εξοντώνουν ατιμωρητί, αλλά και μεταξύ τους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να τιμωρήσουν προδότες και ολιγόπιστους. Πάντοτε χωρίς δίκη ή κατόπιν δίκης – παρωδίας!
Το πρόβλημα της θανατικής ποινής συχνά έρχεται στην επικαιρότητα στην Ελλάδα, επειδή το αναφέρουν κάποιοι, που εμφανίζονται σαν να ενδιαφέρονται, ειδικά αυτοί, για την καταπολέμηση ορισμένων εγκλημάτων.
Πρόκειται για δεδηλωμένους “οπαδούς” της θανατικής ποινής, που προτείνουν να θεσπιστεί μόνο για “ορισμένες κατηγορίες” εγκλημάτων, όπως είναι τα εγκλήματα κατά ανηλίκων και για το εμπόριο ναρκωτικών. Οι υπέρμαχοι της θανάτωσης των καταδικασμένων ανήκουν σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις, κυρίως όμως ακούγονται οι προερχόμενοι από ομάδες ακραίων, που έχουν διακριθεί για έξαλλες και αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές και πράξεις στο πλαίσιο της δράσης δεξιόστροφων αποκομμάτων.
Οι ίδιοι υποστηρίζουν και την επιβολή αυστηρότερων και ακραίων ποινών σε βάρος των καταδίκων. Αποδέχονται τις χωρίς δίκη φυλακίσεις των υποδίκων και αγωνίζονται ν’ αποδείξουν, ότι αυτοί, κατ’ εξαίρεση, είναι δήθεν “ευαίσθητοι” και αντίπαλοι του εγκλήματος. Επιθυμούν, σύμφωνα με τις κατά κανόνα αντιδημοκρατικές και εξτρεμιστικές δηλώσεις τους, να επικρατεί “ο νόμος και η τάξη”. Στην πραγματικότητα, με την υποστήριξη της επαναφοράς της θανατικής ποινής, της διατήρησης ακραίων ποινών, όπως της απάνθρωπης ποινής της ισόβιας κάθειρξης, την οποία λατρεύουν, καθώς και της μη μετατροπής των ποινών σε χρηματικές, προσπαθούν οι εν λόγω με τις ακραίες δηλώσεις ν’ αποσπάσουν συμπάθειες από τους ανενημέρωτους πολίτες και, μαζί με αυτές, να στρατολογήσουν οπαδούς και ψήφους.
Όμως, όσο πιο απεχθές και βαρύ είναι ένα έγκλημα, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η προσοχή και η σοβαρότητα της αντιμετώπισής του εκ μέρους της δικαιοδοτικής εξουσίας της Πολιτείας, με την αποφυγή ποινικών ακροτήτων, αδικιών καθώς και άτοπων καταστάσεων.
Στις περιπτώσεις της λεγόμενης μεγάλης και σοβαρής εγκληματικότητας, πάντοτε θα δημιουργείται ο κίνδυνος άδικων διώξεων και ακόμη πιο άδικων καταδικών, πολλές φορές αθώων. Αυτό οφείλεται στην κατακραυγή που προξενεί το σοβαρό και απεχθές έγκλημα, εξ αιτίας της οποίας οι επιλαμβανόμενοι δικαστικοί Λειτουργοί (καθώς και οι λαϊκοί δικαστές – οι ένορκοι) επηρεάζονται και εμποδίζονται ν’ ασκήσουν με νηφαλιότητα, αντικειμενικότητα και ευθυκρισία τα καθήκοντά τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δικάζει ο αχαλίνωτος Τύπος, με τους πηχυαίους και παραπλανητικούς τίτλους, δικάζει η κατευθυνόμενη Τηλεόραση, δικάζουν οι τρόφιμοι των τηλεοπτικών παραθύρων. Δικάζουν οι πάντες εκτός από τους θεσμικά αρμόδιους.
Στις ίδιες περιπτώσεις, εμφανίζονται οι συνήθως ημιμαθείς ή αμαθείς που διεκδικούν δόξα και θέση Ιεροεξεταστών ή κηνσόρων, οπότε επαναφέρεται στην επικαιρότητα το αίτημά τους για την “επαναφορά” της θανατικής ποινής.
Λόγω της επίδρασης που ασκεί η τηλεοπτική οθόνη στα ευκόλως χειραγωγούμενα πλήθη, ειδικά στη χώρα μας, όπου επικρατεί η ημιμάθεια και η αμάθεια, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος όχι επαναφοράς του εγκλήματος της θανατικής ποινής (που διέπραττε για πολλές δεκαετίες το Κράτος), αλλά διατήρησης του ίδιου επιπέδου των ακραίων ποινών, τις οποίες έχουν εθιστεί να επιβάλλουν τα Δικαστήρια και ν’ ανέχεται η Κοινωνία.
Γι’ αυτό, είναι επιτακτική η ανάγκη να ενημερωθεί ο Πολίτης από τους επαΐοντες, τους ειδικούς επιστήμονες σχετικά με το απαράδεκτο της θανατικής ποινής αλλά και σχετικά με την ανάγκη εξανθρωπισμού του λεγόμενου “σωφρονιστικού” συστήματος (δια της κατάργησης των επιβαλλόμενων ακραίων ποινών), που δεν είναι ούτε “σωφρονιστικό” ούτε “σύστημα”.