Με την υπ’ αριθ. 17/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας ακυρώθηκε διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, την έκδοση της οποίας είχε πετύχει ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, επειδή στηρίχθηκε σε συναλλαγματικές “ευκολίας”. Δηλαδή σε συναλλαγματικές, οι οποίες είχαν εκδοθεί χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος για την έκδοσή τους, δηλαδή, χωρίς να υφίσταται οφειλή του αποδέκτη των συναλλαγματικών προς τον εκδότη τους.Για τον λόγο αυτό, ο αποδέκτης των συναλλαγματικών δεν μπορούσε να ευθύνεται για την πληρωμή των συναλλαγματικών, όπως σωστά κρίθηκε με τη δικαστική απόφαση.
Ειδικότερα, με την απόφαση έγινε δεκτή η ανακοπή του (φερόμενου σαν) οφειλέτη των συναλλαγματικών, ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής και απαλλάχθηκε ο αποδέκτης (οφειλέτης) των συναλλαγματικών από την υποχρέωση πληρωμής τους.
Σύμφωνα με την απόφαση, ο ανακόπτων ζητά με την κρινόμενη ανακοπή ν’ ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία το ποσό των 58.300 €, για απαίτηση που πηγάζει από συναλλαγματικές, που αποδέχτηκε ο ανακόπτων.
Το σκεπτικό της απόφασης αναφέρει, ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3, 9, 11, 15, 17, 21 και 28 του ν. 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν”, προκύπτει, ότι η ενοχή (δηλαδή η υποχρέωση και η ευθύνη) από συναλλαγματική είναι μεν αναιτιώδης, αφού η αιτία της έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της και συνεπώς ούτε της αγωγής προς πληρωμή της, όμως ο οφειλέτης από συναλλαγματική, όπως προπάντων είναι ο αποδέκτης της, μπορεί να επικαλεσθεί και ν’ αποκαλύψει την εσωτερική (υποκείμενη ή βασική) σχέση που τον συνδέει με τον εκδότη ή και τον κομιστή (αυτόν που κατέχει τη συναλλαγματική) της συναλλαγματικής, εφ’ όσον διατελεί σε προσωπική σχέση με αυτόν ή αν αυτός, κατά την κτήση της συναλλαγματικής, ενήργησε εν γνώσει του (δηλαδή με δόλο) προς βλάβη του οφειλέτη, προβάλλοντας την ένσταση, ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοση ή την οπισθογράφηση της συναλλαγματικής, είτε διότι αυτή ήταν εξ αρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη ή ελαττωματική (λ.χ. εικονική) είτε διότι έληξε ή δεν επακολούθησε, οπότε αν η ένστασή του αποδειχθεί, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγματική και ο οφειλέτης ελευθερώνεται, αφού διαφορετικά η πληρωμή της συναλλαγματικής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του κομιστή της συναλλαγματικής κατά τα άρθρα 904 επ. Α.Κ. (: του Αστικού Κώδικα).
Ο οφειλέτης δεν είναι πάντως αναγκαίο για να ελευθερωθεί να επικαλεσθεί ρητά τον προκαλούμενο από την πληρωμή της συναλλαγματικής αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του κομιστή της, αλλά αρκεί να αναφερθεί στα στοιχεία που καθιστούν χωρίς νόμιμη αιτία την υποχρέωσή του και, συνεπώς, αχρεώστητη την πληρωμή της συναλλαγματικής, ο δε κομιστής αυτής ενεργεί προς βλάβη του οφειλέτη, όταν κατά τον χρόνο κτήσης της συναλλαγματικής γνώριζε την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της αιτίας έκδοσης ή οπισθογράφησής της και την απέκτησε για να τον εμποδίσει ν’ αντιτάξει ουσιώδεις ενστάσεις από τις προσωπικές του σχέσεις με τον εκδότη ή τον προηγούμενο κομιστή της συναλλαγματικής και να επιτευχθεί έτσι η πληρωμή της, η οποία, χωρίς τη μεταβίβασή της, δεν θα επιτυγχανόταν. Έτσι, μόνη η γνώση της ύπαρξης των ενστάσεων δεν αρκεί, αλλ’ απαιτείται ο κομιστής να ενεργεί προς τον σκοπό να πληρωθεί η συναλλαγματική (ή η επιταγή). Σε περίπτωση που ο κομιστής είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση και ο σκοπός βλάβης του οφειλέτη κρίνονται κατ’ αρχήν από το πρόσωπο του καταστατικού εκπροσώπου του [άρθρο 70 ΚΠολΔ (: Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) – ΑΠ 1847/2005, ΔΕΕ 2006/645].
Με τον πρώτο λόγο του δικογράφου της ανακοπής του ο ανακόπτων εκθέτει, ότι οι συναλλαγματικές, βάσει των οποίων εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την πληρωμή των οποίων αυτός είχε αποδεχθεί, ήταν συναλλαγματικές ευκολίας και δεν ενσωμάτωναν απαίτηση του εκδότη του κατά του ιδίου, γεγονός το οποίο γνώριζε η καθ’ ης η ανακοπή (δηλαδή η τράπεζα, δια των εκπροσώπων της) κατά την κτήση αυτών, αλλά παρά ταύτα ενήργησε προς βλάβη του και έλαβε τις συναλλαγματικές ως αξία ενεχύρου για να ματαιώσει την προβολή της ως άνω ένστασης από τον ανακόπτοντα προς τον εκδότη των συναλλαγματικών. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στη νομική σκέψη και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Στη συνέχεια, με την απόφαση γίνεται δεκτό πως αποδείχτηκε, ότι οι συναλλαγματικές (τις οποίες εξέδωσε πελάτης της τράπεζας, αποδέχτηκε ο ανακόπτων και, μετά, ο εκδότης – πελάτης της τράπεζας τις παρέδωσε στην τράπεζα ως ενέχυρο και, κατά τη λήξη τους δεν πληρώθηκαν) ήταν συναλλαγματικές ευκολίας. Έγιναν αποδεκτές δε από τον ανακόπτοντα, λόγω των φιλικών του σχέσεων με τον εκδότη των συναλλαγματικών – πελάτη της τράπεζας, προκειμένου να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της επιχείρησης του εκδότη από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, με την οπισθογράφησή τους λόγω ενεχύρου. Δηλαδή, η αποδοχή των συναλλαγματικών αυτών από τον ανακόπτοντα έγινε όχι σπουδαία και προς τον σκοπό ανάληψης οποιασδήποτε υποχρέωσης του αποδέκτη και κατά του οποίου (καθ’ ου) εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής έναντι του εκδότη αυτών, αλλά φαινομενικά μόνο και, κατά τη μεταξύ τους συμφωνία, έγινε η αποδοχή για διευκόλυνση χρηματοδότησης της επιχείρησης (ανώνυμης εταιρείας) του εκδότη των συναλλαγματικών.
Η επιχείρηση του εκδότη των συναλλαγματικών αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας κατά το 2008 και αδυνατούσε να εξοφλήσει τις οφειλές της προς την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα από τη χρήση συγκεκριμένης σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό. Την άσχημη οικονομική κατάσταση της εταιρείας του εκδότη των συναλλαγματικών γνώριζε η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα. Προκειμένου να μην καταγγελθεί η εν λόγω σύμβαση πίστωσης και να συνεχίσει να χρηματοδοτείται η ανώνυμη εταιρεία (του πελάτης της τράπεζας) ζήτησε ο εκπρόσωπός της από τον ανακόπτοντα να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της εταιρείας με το να αποδεχθεί την πληρωμή των συναλλαγματικών, τις οποίες θα μεταβίβαζε στη συνέχεια η εταιρεία λόγω ενεχύρου προς την τράπεζα. Ωστόσο, καμία άλλη σχέση δεν συνέδεε αυτόν και την εταιρεία του, που θα δικαιολογούσε την αποδοχή των συναλλαγματικών, οι οποίες ήταν “ευκολίας”.
Συνεπώς, η καθ’ ης η ανακοπή κατά την κτήση των συναλλαγματικών ενήργησε προς βλάβη του αποδέκτη αυτών και συγκεκριμένα επιδίωξε να απολέσει ο αποδέκτης την ουσιώδη ένσταση της ανυπαρξίας απαίτησης, η οποία στηριζόταν στις προσωπικές σχέσεις αυτού και του εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας – πελάτη της τράπεζες.
Από τις αποδείξεις προκύπτει, ότι, πέρα από την αναφερόμενη γνώση του εκπροσώπου της καθ’ ης τράπεζας, διευθυντή της, ότι οι εν λόγω συναλλαγματικές είναι ευκολίας και εκδόθηκαν για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης της ανώνυμης εταιρείας – πελάτη της τράπεζας, τα αρμόδια για την παραλαβή των αξιογράφων όργανα της καθ’ ης τράπεζας (υπάλληλοι), αντιλαμβανόμενα, ότι δεν υπάρχει υποκείμενη σχέση που να δικαιολογεί την έκδοση και αποδοχή των αξιογράφων (συναλλαγματικών), δεν προέβησαν εσκεμμένα σε κανένα έλεγχο για να διαπιστώσουν αν υπάρχει υποκείμενη σχέση που να δικαιολογεί την αποδοχή από τον ανακόπτοντα των επίδικων συναλλαγματικών, αρκέστηκαν δε τυπικά στην παραλαβή των ως άνω εγγράφων (τα οποία είχε προσκομίσει ο εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας – πελάτη της τράπεζας, σύμφωνα με ειδική επισήμανση σε άλλο σημείο του σκεπτικού της απόφασης), τα οποία ουδόλως σχετίζονται με την έκδοση και αποδοχή των επίδικων συναλλαγματικών, προκειμένου να είναι “τυπικά” κατοχυρωμένοι.
Κατά συνέπεια η καθ’ ης (τράπεζα) κατά τον χρόνο κτήσης των συναλλαγματικών γνώριζε, ότι αυτές είναι “ευκολίας” και, παρά ταύτα, έλαβε αυτές ως αξία ενεχύρου, ενήργησε δε κατ’ αυτόν τον τρόπο προς βλάβη του αποδέκτη αυτών, αφού με την κτήση τους επιδιώχθηκε από την καθ’ ης η απώλεια της ένστασης του αποδέκτη αυτών – καθ’ ου η διαταγή πληρωμής κατά του εκδότη των συναλλαγματικών για την ανυπαρξία χρέους, που δικαιολογούσε την αποδοχή συναλλαγματικών.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει ως κατ’ ουσία βάσιμος ο πρώτος λόγος της ανακοπής και ν’ ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.
Πρόκειται για μια από τις σημαντικές δικαστικές αποφάσεις, μέσω των οποίων γίνεται σε βάθος και ουσιαστική έρευνα των υποθέσεων και αποφεύγονται οι τυπικές και επιφανειακές λύσεις.
Άλλωστε, την αγορά είναι γνωστά τα αξιόγραφα (κυρίως επιταγές και συναλλαγματικές) ευκολίας, τα οποία δέχονται και υπογράφουν πολλοί καλόπιστοι και έντιμοι εμπορευόμενοι, πιστεύοντας, ότι δεν πρόκειται οι ίδιοι να επιβαρυνθούν με οφειλές, για τις οποίες δεν ευθύνονται. Όμως, στο τέλος, δέχονται άγριες επιθέσεις από τις τράπεζες, οι οποίες, σπάνια τηρούν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών.
Συνεπώς, η ανωτέρω απόφαση διευρύνει τον δρόμο για την προσέγγιση της αληθινής Δικαιοσύνης, η οποία δοκιμάζεται σκληρά μαζί με τα αναρίθμητα τραγικά θύματα των τραπεζών.